χωρισμένος

χωρισμένος
séparé

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • έγχονδρος — ἔγχονδρος, ον (Α) χωρισμένος σε χόνδρους, σε μικρά κομμάτια …   Dictionary of Greek

  • έντομος — η, ο (Α ἔντομος, ον) 1. ο χωρισμένος με εντομές 2. το ουδ. ως ουσ. το έντομο γενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια …   Dictionary of Greek

  • ακροσχιδής — ἀκροσχιδής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σχιδὴς < σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • δίκραιος — δίκραιος, ον (Α) χωρισμένος στα δύο …   Dictionary of Greek

  • δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… …   Dictionary of Greek

  • δίχειλος — η, ο (AM δίχειλος, ον) αυτός που έχει δύο χείλη, που είναι χωρισμένος στο άκρο του σε δύο τμήματα …   Dictionary of Greek

  • δεκάφυλος — δεκάφυλος, ον (Α) χωρισμένος σε δέκα φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» ενώ πρώτα ήταν χωρισμένοι σε τέσσερεις φυλές, τους χώρισε σε δέκα) …   Dictionary of Greek

  • διαιρετός — ή, ό (AM διαιρετός, ή, όν) [διαιρώ] 1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν η διαιρετότητα αρχ. 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη 2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος 3. ο ευδιάκριτος νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • διασχιδής — διασχιδής, ές (Α) χωρισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”